- αναζώνομαι
- μετ.1) вешать, подвешивать на ремне, поясе; 2) подтянуть пояс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναζώνομαι — ζώστηκα, ετοιμάζομαι: Για πού αναζώστηκες; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)